μονόμαζος

μονόμαζος
μονόμαζος
with but one breast
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονόμαζος — μονόμαζος, ον (Μ) (για αμαζόνα) αυτή που έχει έναν μόνο μαστό, μονοβύζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μαζός «μαστός» (πρβλ. δεκά μαζος)] …   Dictionary of Greek

  • μονόμαζοι — μονόμαζος with but one breast masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԱՍՏՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 2 0272 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. μονόμαζος unam mammam habens ἅμαζος, ἅμαζων amazones. Ունօղ մի եւեթ ոտին. ազգ սկիւթացի կանանց պատերազմականաց, որք ʼի մանկութենէ խարէին զմի ʼի ստեանց առ աջողակ զինաշարժութիւն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”